ανωτερικος

ανωτερικος
    ἀνωτερικός
    3
    лежащий выше или в глубине страны
    

(τὰ ἀνωτερικὰ μέρη NT.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανωτερικος" в других словарях:

  • ανωτερικός — ἀνωτερικός, ή, όν (AM) αυτός που βρίσκεται στα ενδότερα, στο εσωτερικό μιας χώρας αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνωτερικόν εμετικό φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • ἀνωτερικά — ἀνωτερικός upper neut nom/voc/acc pl ἀνωτερικά̱ , ἀνωτερικός upper fem nom/voc/acc dual ἀνωτερικά̱ , ἀνωτερικός upper fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτερικῶν — ἀνωτερικός upper fem gen pl ἀνωτερικός upper masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτερικόν — ἀνωτερικός upper masc acc sg ἀνωτερικός upper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτερικαί — ἀνωτερικός upper fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτερικοῖς — ἀνωτερικός upper masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωτερικοῦ — ἀνωτερικός upper masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»